ΑΧΧΙΛΕΑΣ : ( Σοβαρός ) Θα σου αφηγηθώ ένα όνειρο . Νύχτα . Ταραχή και έκφραση . Θά- λασσα . Βαρβαρότητα και γόνιμη κίνηση .
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Ξέρω .
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : Τι ;
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Θα μου πεις γιά τη νύχτα που καταπίνει το αίμα μας .
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : Θα σου πω γιά την άβυσσο .
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Θα μου πεις γιά το χαμό .
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : Θα σου πω γιά το δυστύχημα των ήχων πάνω στον ωκεανό .
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Θα μου πεις γιά τη μυρουδιά των κυμάτων .
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : Θα σου πω γιά τον κόσμο που χλωμιάζει .
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Θα μου πεις γιά το δράμα των άστρων .
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : Θα σου πω γιά την αιχμαλωσία της σιωπής .
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Θα μου πεις γιά τον πλούτο των αριθμών .
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : Θα σου πω γιά το λαχάνιασμα της έμπνευσης .
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Θα μου πεις γιά το σύμπαν της αποθέωσης .
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : Θα σου πω γιά την προδότρα ημέρα .
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Θα μου πεις γιά το σκιάχτρο του αύριο .
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : Θα σου πω γιά την φαντασία .
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Θα μου πεις πως δεν υπάρχει αποτυχία στης ψυχής την τέχνη .
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : Θα σου πω ... ( Σηκώνεται και κάνει μερικά νευρικά βήματα )
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Δε μου είπες όμως , τι όνειρο είδες ;
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : ( τινάζεται . Ηρεμα ) Ενα πλοίο . Λίκνισμα και λίκνο σε άχρωμο ωκεανό . Κύ-
ματα - κρύσταλα θεριά το συνόδευαν . Ενα πλοίο μαριονέτα . ( Σιγανεύει τη
φωνή του ) Μαριονέτα . Μ'ακούς ; Μαριονέτα . ( Η φωνή του δυναμώνει ) Δεμέ-
νο με σχοινιά ήταν και κάποιος τα κινούσε από ψηλά . Κυβερνήτης αόρατος .
Φορτωμένο ήταν . Οχι με ανθρώπους , δεν υπήρχε κανένας . Μονάχα το φορτίο .
Εκατομμύρια , δισεκατομμύρια , άπειρα μικροσκοπικά κουτάκια ξεχείλιζαν τ'α-
μπάρια , γέμιζαν το νεκρό πιλοτήριο , τις κουκέτες , τους διαδρόμους , τις
σκάλες , το μηχανοστάσιο , το κατάστρωμα , την κουπαστή και πάλλονταν μ'ένα
ρίγος μονότονο . Βόμβιζαν , σιγότρεμαν , έφεγγαν .
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : ( Χαμηλώνοντας το κεφάλι ψιθυρίζει ) Φωτεινοί κύβοι που τρεμολάμπουν . ΨΥ-
ΧΕΣ ! ΨΥΧΕΣ !!!
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : ( Αρπάζει απ' το γιακά τον Πάτροκλο και τον τραντάζει ) Τα σχοινιά κόπηκαν ,
η πλεύση διακόπηκε .
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : ( Ανασηκώνοντας το κεφάλι ) Και το πλοίο ;
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : ( Συντετριμμένος ) ... Το πλοίο . ( Παύση . Αναστενάζοντας ) Το είδα να βυ-
ζεται .
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : ( Απεγνωσμένα ) Τα κουτιά ; Τι απέγιναν τα κουτιά ;
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : ( Με φωνή ουδέτερη , υποταγμένη ) Μερικά κατακάθησαν στον πυθμένα να λάμπουν παντοτινά , άλλα αιωρούνται και τα υπόλοιπα επιπλέουν στην επιφάνεια .
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Φωτεινά κουτιά . ΨΥΧΕΣ ! ( Παύση ) Αλλες ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους και βυ-
θίστηκαν στην ηρεμία , άλλες πασχίζουν τώρα και άλλες επιπλέουν στην επιφά-
νεια της ζωής γιά να αφυπνιστούν κάποτε .
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : Το σκάφος καταποντίστηκε προσφέροντας δώρα στη θάλασσα . Το ξημέρωμα το βρή-
κε βαθιά στον υγρό τάφο θαμπωμένο από κατάρες . Μελαγχολικό , υπνωτισμένο ,
σκιερό , ανεύρετο θρύλο , με το Θεό Ποσειδώνα να το αγκαλιάζει . ( Παύση )
Τουλάχιστον είδα κάποιο Θεό .
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Προφητικό το όνειρο .
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : Μαγεμένο το καράβι . Ολάκερος ο κόσμος μας .
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Η θάλασσα που το κατάπιε είναι σα την αιωνιότητα . Δημιουργία και καταστρο-
φή , ζωή και θάνατος , ύλη και πνεύμα .
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : Το καράβι πλέει στην απεραντοσύνη μετάγοντας ψυχές .
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Το καράβι διαβρώνεται , καταστρέφεται . Η θάλασσα ανανεώνεται , ανακυκλώνε-
ται , υπήρχε και θα υπάρχει .
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : ( Γοητευμένος και ανυπόμονος ) Πόσα , καράβια είναι δυνατον να υπάρχουν ;
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Πολλά . ...Αμέτρητα , άπειρα .
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : Και θάλασσες ;
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Η θάλασσα είναι πάντα μία και μοναδική .
ΑΧΧΙΛΕΑΣ : Πότε δημιουργήθηκε ; Από ποιόν και γιατί ;
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ : Θα γευθείς την απάντηση όταν το φωτεινό κουτάκι σου αραξοβολήσει γιά πάντα .
Αφιερωμένο στη Ντίνα που με πίστεψε και μου επέτρεψε να ανεβάσω το θεατρικό έργο μου .