To μικρό χωριό φάνταζε ξεκομμένο από τον γύρω κόσμο , ξεχασμένο από Θεό και ανθρώπουs έτσι που ήταν σκαρφαλωμένο , γατζωμένο θα έλεγεs , πάνω στο λόφο , στο κέντρο του δάσουs
Το ρολόϊ τηs παλιάs εκκλησίαs πάσχιζε να διαπεράσει τον ήχο του μέσα από μιά γαλακτόχρωμη ομίχλη που κάλυπτε τα πάντα . Εσερνε τουs κουρασμένουs δείχτεs του πάνω από τουs κατοίκουs του μικρού χωριού και με τρία μακρόσυρτα χτυπήματα δήλωνε τον θάνατο τηs τρίτηs μεταμεσονύχτιαs ώραs . Ενα άτονο χαμόγελο μιάs άρρωστηs σελήνηs τύπωνε φρικιαστικέs κατάρεs στουs υγρασιασμένουs τοίχουs , υποφωτίζονταs τον δηλητηριόδη κισσό που κεντούσε το σπιτάκι τηs Φρέντιαs .
Η μικρή Φρέντια δεν είχε ζήσει πάνω από δεκαέξι καυλοκαίρια . Ο ήλιοs είχε δωρίσει χρυσό στα μαλλιά τηs και η θάλασσα είχε προσφέρει αγνό γαλάζιο στα μάτια τηs .
Ο δολοφόνοs ξεφύσηξε την ανυπομονεσία του στον υγρό αέρα και πάλεψε με την ομίχλη σε μιά προσπάθεια προσανατολισμού .
Η Φωνή του αίματοs τον καλούσε . Η Φωνή του αίματοs ! Τον έσπρωχνε στο αποτρόπαιο ! Γεμάτη δίψα ! Την άκουσε και κατάλαβε . Επρεπε να ψάξει ! Επρεπε ! Αδύνατο να πράξει διαφορετικά .
Γύρω από το χωριό απλώνεται ένα δάσοs χιλίων μύθων .
Εκεί , σ'ένα ξέφωτο που σφίζει από ανεμώνεs , η μικρή παιδούλα Τασούλα παίζει με τον φουσκωτό κούκλο που τηs χάρισε η νονά τηs δυό μέρεs πριν και θαρρεί ότι έχει για συντροφιά τον αυτοκράτορα των μαγεμένων νάνων . Αφαιρεί από το κορμί τηs το διάφανο Μπεϊμπυ-Ντολλ τηs
και πέφτει ολόγυμνη να κολυμπήσει στον ωκεανό τηs δροσιάs που αναβλύζουν οι βελλούδινεs ανεμώνεs .
Η ομίχλη δεν έχει καταφέρει να περάσει τα αιωνόβια δένδρα .
Το σκοτάδι τηs νύχταs δεν φοβίζει την θαρραλέα Τασούλα . Εκατομμύρια πυγολαμπίδεs τηs κρατούν συντροφιά φωτίζονταs τα αθώα παιχνίδια τηs που κάνει με την κλειτορίδα τηs . Ιππεύει το φουσκωτό κούκλο τηs , χαϊδεύεται , τον φιλά παντού και φθάνει σε απανωτούs κολπικούs οργασμούs .
Ο Δολοφόνοs , πίσω από το ξεροκουφαλιασμένο δένδρο έχει ήδη διαλέξει το θύμα που θα καταλαγιάσει τη φωνή του αίματοs που τον οδηγεί .
... Και Φανερώνεται ξαφνικά !!!
Η αγνή παιδούλα Τασούλα , ξεβιδώνει την παρθενιά τηs , την τυλίγει προσεχτικά ( Κάτι που έχει κάνει πολλέs φορέs ) και την κρύβει στη χλόη για να έχει υγρασία . Υστερα , τρέχονταs , προσπαθεί να βρει προστασία στην αγκαλιά του φουσκωτού κούκλου τηs . Αλίμονο όμωs ! Είναι πολύ αργά για σωτηρία και δεν υπάρχει κανείs ν' ακούσει τα κλάμματα και τιs ικεσίεs τηs μικρήs που πνίγονται από την αβυσσαλέα λύσσα του τέρατοs . Σα σύννεφο κακόβουλο , τυλίγει τη μικρή Τασούλα , την παραχώνει σ' ένα σάκκο κι αρχίζει να τον στριφογυρνάει γρήγορα με μεγάλουs κύκλουs γιά ένα τέταρτο περίπου . ( Μπορεί να ήταν και μισάωρο . )
Επειτα ανοίγει το σάκκο . Η Τασούλα βρίσκεται πλέον παραδομένη στον ίλλιγγο τηs ζαλάδαs ανήμπορη να αντιδράσει , ανήμπορη να κινηθεί . Εχει πλέον χάσει την αίσθηση τηs ισορροπίαs ώστε να μπορέσει να σταθεί στα πόδια τηs . Μονάχα τα ορθάνοιχτα από τη φρίκη μάτια τηs μπορούν ν' ακολουθήσουν τιs κινήσειs του Μανιακού Δολοφόνου .
Αυτόs έχει ήδη ξεκουμπώσει το παντελόνι του και ο γιγαντιαίοs ανδρισμόs του τρομοκρατεί την αγνή παιδούλα . Στα χείλη του διαγράφεται ένα σαρδόνιο χαμόγελο και αρπάζονταs τον φουσκωτό κούκλο τον βιάζει πολλάκιs .Το βλέμμα τηs μικρήs υγραίνεται . Εναs κόμποs τηs σφίγγει το λαιμό . Τρέμει σύγκορμη . Τώρα πλέον το ΤΕΡΑΣ στέκεται σαν κακόs οιωνόs πάνω τηs . Τηs ανοίγει το κρανίο με ένα τιρμπουσόν και ρουφάει το μυαλό τηs με ένα καλαμάκι .
ΜΜΜΠΠΠΡΡΟΥΥΥΥΥΥΥΦΦΦΦΦ !!!
Αφήνει το θύμα του να σωριαστεί άψυχο πάνω στο γρασίδι , το κοιτάζει με την απάθεια ενόs κτήνουs και παίρνει το δρόμο του γυρισμού προs το χωριό .
Στην κηδεία τηs Τασούλαs ελάχιστοι παρακολούθησαν τη νεκρόσιμη ακολουθία .
Μονάχα στενοί συγγενείs και κανα-δυό φίλοι . ( Α ! Ξέχασα ! Εκτόs από την Αναστασία , συμμετείχε και ο Γιώργοs Νταλάραs ! )
Ο λιγοστόs κόσμοs του χωριού φοβόταν και δεν ξεμύτιζε απο τη σιγουριά των σπιτιών του . Ο αργόσυρτοs ήχοs τηs καμπάναs του νεκροταφείου ανατρίχιαζε ακόμη και τουs πλέον ψυχροαίματουs . Στο καπηλιό " Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΛΥΚΟΣ " η ατμόσφαιρα ήταν βαριά σαν ζεϊμπέκικο του Καζαντζίδη . Κανείs δε μιλούσε με κανένα . Κάθονταν σκυφτοί πάνω από τα ποτήρια τουs κοιτάζονταs με υποψία ο έναs τον άλλο .
Τρειs ημέρεs πέρασαν που φάνηκαν αιώνεs σε όλουs
Ο ήλιοs έσβηνε , κάνονταs χώρο στη μάγισσα νύχτα που κάλπαζε προs το χωριό και το δειλινό εύρισκε την ΛΩΡΕΝΣ σε μία πολύ ιδιωτική στιγμή .
Ηταν το πιό όμοροφο πλάσμα του χωριού και η μορφή τηs πλούτιζε με πόθο τα όνειρα όλων των νεαρών του λόφου . Επαιρνε το λουτρό τηs μέσα στο μαρμάρινο μπάνιο τηs , ενδεδυμένη μονάχα μ' ένα Ροζ φιόγκο που συγκρατούσε τουs βοστρύχουs τηs , ενώ αγγέλων φωτοστέφανα έπεφταν μέσα στη μπανιέρα τηs και θρυμματίζονταν σκορπίζονταs αστερόσκονη στο απονήρευτο πρόσωπό τηs .
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ έκανε πάλι αισθητή την παρουσία τηs .
" ΞΥΠΝΑ ! ΞΥΠΝΑ ! ΝΑ ΜΕ ΥΠΗΡΕΤΗΣΕΙΣ ! " " ΞΥΠΝΑ ! ΞΥΠΝΑ ! ΑΧΡΕΙΕ ! "
Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ σηκώνεται , σέρνεται σα δαιμονισμμένοs στο πάτωμα , χτυπιέται βυθισμένοs σε επιληπτική κρίση , σκοντάφτει και γκρεμοτσακίζεται χίλιεs φορέs μπροστά από τη φωνή που τον διατάζει , προσπαθεί να συγκρατηθεί , μα είναι μάταιο .
Αφρίζονταs , βγαίνει στο δρόμο , τυλίγεται με το σούρουπο , περνά μακριά από το παλιό καμπαναριό τηs εκκλησίαs λεs και σκιαζώταν κάτι , και πλησιάζει στο σπίτι του ανυποψίαστου θύματοs .
Δρασκελίζει το χορταριασμένο μονοπάτι και σέρνει τα διεστραμένα του ένστικτα έωs το μπάνιο .
Μισανοίγει την πόρτα δίχωs θόρυβο και παρακολουθεί το αιθέριο πλάσμα που πλατσουρίζει στη μπανιέρα .
- Γύρω τηs εκατοντάδεs παπάκια κολυμπούν παιχνιδίζονταs , κοτσιλίζονταs συνεχώs το νερό εντόs του οποίου νίβεται η ΛΩΡΕΝΣ .
Με μία ξαφνική κίνηση , το ΚΤΗΝΟΣ , ανοίγει την πόρτα . Τηs αρπάζει το κεφάλι και τηs το χώνει μέσα στη μπανιέρα .
... Πνιγόταν ! Το ένιωθε ! Σπαρτάριζε στη μπανιέρα τηs !
...Και βρεχόταν ο ροζ φιόγκοs . Μπούκωνε το στόμα τηs με κοτσιλιέs , υγραίνονταν τα σωθικά τηs με σαπουνάδεs , τηs κοβόταν η αναπνοή , τα μάτια τηs γούρλωναν , έσβηνε , έτρεμε ,
ετριζε ,ταραζόταν σύγκορμη , ψυχοραγούσε , έναs υγρόs ρόγχοs γέμιζε το λαρύγγι τηs . Τηs βουτά πάλι το κεφάλι στη μπανιέρα , την αφήνει να αναπνεύσει γιά λίγο , την ξαναβουτά πάλι , τηs δίνει πάλι χρόνο , την ξαναβυθίζει . Πάλι ! Πάλι ! Πάλι !!!
... Και ξαφνικά ! Ο αέραs ! Η ελπίδα ! Ο λυτρωμόs !
Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ διστάζει και πισωπατά . Σκοντάφτει πάνω σε κάτι ξυχρό . Ενα Ψυγείο ! Εκατοντάδεs κουτσομούρεs τον κοιτούν κατάμουτρα , δεκάδεs χταποδοπλοκάμια τον τυλίγουν πατόκορφα , μία σαλάτα από μπρόκολα του προσγειώνεται στη μούρη του και αρπάζονταs μία πατατοσαλάτα την καρφώνει με δύναμη πάνω στο κορμί τηs άτυχηs νεαρήs .
Τα μάτια τηs , σβώλοι φρίκηs , στο σκοτάδι του εγκλήματοs , ατενίζουν την σάγωμα του ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ . Το αίμα ρέει άφθονο , ποτίζει τα σκαλοπάτια του σπιτιού τηs σχηματίζονταs κατακόκκινουs μαιάνδρουs που οδηγούν σε εκατόμβεs αιματηρήs πλημμύραs .
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ γελά θριαμβευτικά και ζωγραφίζει ένα μακάβριο πορφυρό πίδακα στα πλάκάκια του μπάνιου . Η δίψα είχε παραμερίσει το δισταγμό .
Ο Ροζ φιόγκοs μουλιάζει στο πυχτό υγρό , ενώ το ΚΤΗΝΟΣ τεμαχίζει το άψυχο πλέον κορμί , τηs νεαρήs ΛΩΡΕΝΣ με μιά καλοτροχισμένη φέτα Μουρταδέλαs . Οι κινήσειs του είναι άμεσεs κια υπολογιστικέs .
Μέσα στη μπανιέρα με το θολό πλέον νερό , ο δεξιόs μαστόs τηs πλέει προs τ' αριστερά , ο αριστερόs τηs μαστόs πλέει προs τα δεξιά , ενώ το παχύ τηs έντερο με τον πρωκτικό σφριγκτήρα κρέμεται από το σιφόνι τηs μπανιέραs .
Το ΚΤΗΝΟΣ έφαγε ! Ικανοποιημένο από το υπέροχο γεύμα , - Ηταν πολύ τρυφερό το κρέαs τηs Λώρενs , - και δίψασε . Αδειάζει με μιά ρουφηξιά το νερό τηs μπανιέραs , αισθάνεται υπεροχοχότατα και τραγανίζει με περίσσεια ευχαρίστηση το τελευταίο κομματάκι συκωταριάs που έμενε γατζωμένο στο πώμα .
Ο καιρόs είχε αλλάξει .
Τώρα πιά σε κάθε σπίτι το τζάκι έκαιγε νυχθημερόν . Λευκέs νιφάδεs χιονιού πετάριζαν ζαλισμένεs σ' ένα τέρμονο ζιγκ - ζαγκ και κάτασπροs χιτώναs είχε καλύψει τα πάντα . Εγκλήματα . Ιχνη . Ψιθύρουs . Υποψίεs . Οι κάτοικοι ήταν κρυμμένοι στα σπίτια τουs . Φοβόντουσαν .
Ο μοναδικόs ήχοs που ακουγόταν ήταν ο θόρυβοs από τιs πατερίτσεs του " Γέρο - Τσιανίκα " πάνω στιs χιονισμένεs πλάκεs του λιθόστρωτου δρόμου .
Τάκα ! Τούκα ! Τάκα ! Τούκα ! Τάκα ! Τούκα !
Εσερνε το κουτσό βήμα του , ενώ η μεθυσμένη ανάσσα του ζωγράφιζε σπιράλ από αχνούs στον παγωμένο αέρα , οδεύονταs στο μοναδικό καπηλιό του χωριού .
" ΤΟΝ ΚΟΚΚΙΝΟ ΛΥΚΟ " .
Τουλάχιστον εκεί θα τον κερνούσαν ένα πετρέλαιο Σάουθερν σ΄αντάλλαγμα μιάs χιλιοειπωμένηs
Metall ιστορίαs .
Μιά γριά , ( Η Νικολέτα , πρώην λογίστρια και νυν διαλογίστρια ) με γκρίζα τριμμένα ρούχα , που κουβαλούσε ξύλα πάνω στην καμπούρα τηs φάνηκε στο βάθοs του δρόμου . Μία σκούρα εφιαλτική φιγούρα που βεβήλωνε με τιs αργέs κινήσειs τηs το άσπιλο λευκό του τοπίου .
Ο γέρο - Τσιανίκαs κοντοστέκεται για μιά στιγμή , μουρμουρίζει μιά βρισιά και χώνεται βιαστικά στο σκοτάδι .
Περνά απο το σπίτι τηs Λώρενs , και περιεργάζεται με ατάραχο βλέμμα τα νεκρικά στέφανα που κοσμούν την πόρτα του εγκλήματοs . Καμμία έκφραση δεν αλλοιώνει το ανάγλυφο τηs μορφήs του . Προχωρεί και φθάνει έξω από την πόρτα του " ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΛΥΚΟΥ " . Την σπρώχνει με μιά κλωτσιά , κι εκείνη ανοίγει μ' ένα βαθύ ανατριχιαστικό μακρόσυρτο ήχο . Γκρρρρρρρρρρρρρρ !
Ξεροβήχει ηχηρά και χτυπώνταs δυνατά την πόρτα γιά να κλείσει , βρονχίζει προs το μπαρ .
" Στουs δαίμονεs που σαs δέρνουν . Ποιόs θα με κεράσει ? "
Οι λιγοστοί θαμώνεs σφιχτοσφίγγονται στα ρούχα τουs και και χαμηλώνονταs το βλέμμα κοιτάζουν χωρίs να βλέπουν , τα σημαδεμένα από το σαράκι τραπέζια που φιλοξενούν τιs κούπεs από το κρασί τουs .
Από το βάθοs του δάσουs ακούστηκε το σιριχτό ουρλιαχτό ενόs καυλωμένου τσακαλιού σε στύση και ο ουράνιοs θόλοs άγγιζε τη Γη με τα άκρα του λευκού σαβάνου του .
" Καταραμένο χωριό . " Λέει .
" Καταραμένο " .
"Το Αίμα ! Το Αίμα ! Αν το γευθείs μιά φορά , τότε θα μάθειs ότι δεν θα' ναι η τελευταία ! Το Αίμα ! "
Οι θαμώνεs του ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΛΥΚΟΥ ανασκίρτησαν . Κινήθηκαν ύποπτα .
Σηκώθηκαν από τα τραπέζια τουs πλησιάζονταs τον ανάπηρο γέρο .
" Πίσω . Πίσω . Πίσω κακομοιριασμένα πλάσματα . "
Σηκώνει τιs πατερίτσεs του και ένα κοντοσούβλι που είχε παραμάσχαλα και χτυπά τον πρώτο χωριανό που τον είχε πλησιάσει . Κανείs δεν τόλμησε πλέον να ζυγώσει τον μαινόμενο ανάπηρο . Κάθησαν στα τραπέζια τουs σαν βουβέs κούκλεs .
( Δε σαs περιγράφω πωs και που έβαλε το κοντοσούβλι στον πρώτο χωριανό ! Απλά νομίζω ότι πόνεσε λίγο . Ηταν και μεγάλο το κοντοσούβλι . )
" Το Αίμα ! Το Αίμα ! "
Τώρα η φωνή του Γέρου Τσιανίκα ήταν σβησμένη .
" Η δίψα για αίμα δεν έχει καταλαγιάσει ακόμη . Αλίμονό σαs . "
Βρυχάται μία ακατάλυπτη βρισιά και στριμώχνει το κορμί του σε μιά γωνιά δίπλα στο τζάκι .
Μία νύχτα φρίκηs είχε περάσει .
Το πρωί , βρίσκει το μικρό χωριό βυθισμένο στο παγωμένο πάπλωμα του χιονιού και οι καμινάδεs των σπιτιών μοιάζουν να φτύνουν θυμωμένεs καπνό ενάντια σ ' ένα ουρανό που τουs κρύβει τον ήλιο .
Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ , αυτόs ο μαύροs άγγελοs του τρόμου , τρυπωμένοs στη σιγουριά τηs κρυψώναs του , αισθάνεται να δονείται από μία ακατάσεχτη επιθυμία . Του λείπει κάτι . Μετά από δύο φόνουs , νιώθει πλέον κενόs . Εξαντλημένοs . Η Φωνή του Αίματοs τον έχει εγκαταλείψει . Δεν την ακούει πλέον . Τοποθετεί στα αυτιά του δύο μπάφουs , αλλά και πάλι δεν ακούει τίποτα . Αλιμονο ! Μονάχα οι ψίθυροι του χωριού υπήρχαν δίπλα στα αυτιά του .
Αλλη μιά νύχτα περιπέρασε σα να βιαζόταν και το σκοτάδι άρχιζε να αγκαλιάζει το σπιτάκι τηs Φρεντούλαs . Η ανύποπτη παιδούλα χτενίζει με μία οδοντόβουρτσα τιs τριχίτσεs του ζουμερού αιδοίου τηs , κάθεται ανακούκουδα και σιδερώνει προσεκτικά μία μία τιs σερβιέτεs τηs .Οι παρθενικέs μασχάλεs τηs φεγγοβολούν ουράνιουs θόλουs τρυφερήs αγνότηταs . Κάνει χαλάουα στη ΜΠΑΡΜΠΥ τηs , κι αφού τελειώνει , τηs ξεριζώνει βίαια το κεφάλι με μιά απότομη κίνηση , τηs καρφώνει ένα κοφτερό ψαλίδι στα μάτια και το πετά πάνω στα αγκάθια του αγριοκισσού που σκαρφάλωνε στον τοίχο του σπιτιού τηs. Η Ανωμαλιάρα . Ο κισσόs ήταν κουκλοκεφαλοφάγοs !!!
Στο καπηλιό του ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΛΥΚΟΥ , η φωτιά έχει δυναμώσει στο τζάκι σκορπώνταs πύρινεs αναλαμπέs στα μάτια του γέρο-Τσιανίκα . Σήμερα είχε έρθει από νωρίs στον ΚΟΚΚΙΝΟ ΛΥΚΟ .
Εναs κόμποs σφίγγει το λαρύγγι του και τα χέρια του αρχίζουν να παίζουν μ' ένα άγνωστο τρεμούλιασμα πάνω στο ξύλινο τραπέζι . Αδειάζει με μιά ρουφηξιά την κούπα του και χωρίs να χαιρετίσει , σέρνει το μεθυσμένο βήμα του προs την πόρτα πολτοποιώνταs ένα έντομο που κρυβώταν στη γωνία , και βγαίνει στο δρόμο βρίζονταs το Θεό . Κανέναs δεν τόλμησε να σηκώσει βλέμμα πάνω του .
Απόκοσμη παγωνιά τυλίγει τον αέρα ξυπνώνταs τα πνεύματα γιά μία ακόμη τελετή πάνω στο λόφο .
" ΞΥΠΝΑ ! ΞΥΠΝΑ ! Σήκω να με υπηρετήσειs ."
" ΞΥΠΝΑ ! "
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ είναι δυνατή ! Και ωθεί τον δολοφόνο στο έγκλημα .
Σηκώνεται , ανακτά τιs δυνάμειs του και βγαίνει στο δρόμο . Τοίχο - τοίχο προχωρά , σκιά ανάμεσα στιs σκιέs , όταν ξάφνου ακούει τον κουτσό μεθυσμένο ήχο από τιs πατερίτσεs του Τσιανίκα . Αφήνει τον ανάπηρο να τον προσπεράσει δίχωs να τον πειράξει και κατευθύνεται προs το σπιτάκι τηs μικρήs ΦΡΕΝΤΙΑΣ .
Εξω από το σπίτι τηs παιδούλαs , το σκοτάδι πύκνωνε , και μαζί του πλησίαζε κι η κατάρα που ζύγωνε αθόρυβη στο δωματιό τηs .
Το ΤΕΡΑΣ , εισβάλει σαν εφιαλτικόs τυφώναs στην παρθενική κρεβατοκάμαρά τηs . Την αναγκάζει να υπακούσει . Οι κραυγέs τηs πνίγονται μέσα σε μιά λύσσα που δε γνωρίζει φραγμούs . Την παραχώνει ολόγυμνη στο σκάνερ του υπολογιστή τηs ( εκεί που έβλεπε τιs τσόντεs απο το YOU PORN ) και όταν η εικώνα εμφανίζεται στην οθόνη , κάνει " Μπλερ " και τραγανίζει με δέοs και τουs δύο λοβούs από τα αυτιά τηs . Με δύο ξαφνικέs αιλουροειδείs κινήσειs την βιάζει πολλάκιs και ανεπανορθώτωs .
Αμοιρη ΦΡΕΝΤΙΑ !!!
Το κτήνοs δεν ξεδίψασε όμωs !
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ που τον είχε καλέσει ζητούσε φόνο .
Τα μάτια του τέρατοs είχαν ακούσει τη φωνή και είχαν πλημμυρίσει από αίμα . Αρπάζει το μαστίγιο με τιs επτά χταποδοουρέs , σκαμπιλίζεται μονάχοs του πολλάκιs και ασυστόλωs ( Είναι κρυφομαζόχα του κερατά ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ) και αφού μαστιγώνει βάναυσα το θύμα του , τυλίγει τη μία χταποδοουρά γύρω από το λαιμό τηs παιδούλαs και μετά τηs χώνει το κεφάλι μέσα σ' ενα Μπλέντερ που βρισκόταν δίπλα στο νεροχύτη .
Ωιμέ ! Το κορμί τηs ολάκερο πολτοποιείται σε μία δίνη διεστραμένηs ψυχοπάθειαs και η νύχτα χωνεύει άλλο ένα αποτρόπαιο έγκλημα μέσα στιs σκοτεινέs πτυχέs τηs .
Κεντρικό Νοσοκομείο περίπου τρακόσια χιλιόμετρα και εφτά τριπάκια μακρυά από το χωριό του λόφου .
TΡΕΙΣ ΝΕΚΡΟΤΟΜΙΚΕΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΑΝΟΙΧΤΕΣ .
Στην πρώτη :
ΤΑΣΟΥΛΑ :"ΝΥΚΤΟΒΙΑ ΠΕΤΑΛΛΟΥΔΙΤΣΑ τηs συνομοταξίαsOLEOPTEROUS RANCIDOUS " που το πέταγμά τηs δεν πρόλαβε να χαρεί το άγγιγμα του αέρα . Τρελαμένη , έκανε Strammer κύκλουs γύρω από τιs λάμπεs που φώτιζαν τη νύχτα , προσπαθώνταs να κάψει τα φτερά τηs σε άγνωστουs ήχουs . Προτού να προλάβει να γευθεί το νέκταρ των λουλουδιών γεύθηκε το δηλητήριο του ΔΟΛΟΦΟNOΥ τηs .
Στη δεύτερη :
ΛΩΡΕΝΣ :
ΚΑΤΣΑΡΙΔΑ Σουηδικήs εισαγωγήs . Μόλιs είχε βγει από τουs υπονόμουs , γιά να ανιχνεύσει το δύσκολο δρόμο τηs κουτσομούραs .
Στην τρίτη :
ΦΡΕΝΤΟΥΛΑ :
Νεαρή αλογόμυγα τηs συνομοταξίαs " METALLOCOPROFILOYS ADIFAGOYS " με τα φτερά τηs ακόμη νεοσχημάτιστα . Μόλιs είχε παραβεί στο πέταγμα τα σύννεφα , μόλιs είχε βάλει καινούργιεs κάλτσεs . Ελάχιστα περιττώματα είχε γευθεί προτού να αντικρύσει το πρόσωπο του δολοφόνου τηs .
Πίσω στο χωριό , ο γέρο-Τσιανίκαs κλώτσησε το χιόνι μπροστά απο τα πόδια του , έβρισε ξανά δυο ακατάληπτεs φράσειs και χώθηκε γι άλλη μιά φορά στο γεμάτο καπνό και κρασίλα καπηλειό του ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΛΥΚΟΥ .
Κι ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ?
Κείτεται ! Με το στόμα παραλημένο σε μιά γκριμάτσα μογγολικήs ανικανοτηταs ,μακρυά από τη ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΑΙΝΑΤΟΣ που δεν την ακούει πλέον , ξεψυχώνταs σε μιά γωνιά ενόs χαλάσματοs , παραδίδονταs την ψυχή του στην κόλαση .
Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ !!!
Ενα άδειο πλέον Σπρέυ ΕΝΤΟΜΟΚΤΟΝΟΥ " BAYGON " .
Ενα άδειο πλέον Σπρέυ ΕΝΤΟΜΟΚΤΟΝΟΥ " BAYGON " .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου